- πυτινοπλόκος
- πῡτῑνοπλόκος, ὁ,A manufacturer of πυτῖναι, Sch.Ar.Av.1442.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυτινοπλόκος — manufacturer of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυτινοπλόκος — ὁ, ΝΑ αυτός που κατασκευάζει πυτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτίνη «πλεκτή φιάλη» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δικτυο πλόκος] … Dictionary of Greek